- ῥόπτον
- ῥόπτον, τό,A operating-table, IG42(1).122.41 (Epid., iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥόπτον — operating table neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόπτον — τὸ, Α χειρουργικό τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπτρον, με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου ρ ] … Dictionary of Greek
ροπτίον — τὸ, Α [ῥόπτον] (κατά τον Ησύχ.) «κλειδίον» … Dictionary of Greek